λίναμαι

λίναμαι
λίναμαι· τρέπομαι, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λίναμαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τρέπομαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λιάζομαι] …   Dictionary of Greek

  • λιάζομαι — (Α) 1. αποσύρομαι, απομακρύνομαι, αποχωρώ («ἐκ ποταμοῑο λιασθεὶς σχοίνῳ ὑπεκλίνθη», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ. και για πράγματα) υποχωρώ (α. «ὁ δ ὕπαιθα λιάσθη», Ομ. Ιλ. β. «ἀμφὶ δ ἄρα σφι λιάζετο κῡμα θαλάσσης», Ομ. Ιλ.) 3. (για φάντασμα)… …   Dictionary of Greek

  • λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • lei-2 —     lei 2     English meaning: to eliminate, dissipate, disappear; weak, thin     Deutsche Übersetzung: “eingehen, abnehmen, schwinden; mager, schlank”     Note: (from *el ei )     Material: a. Gk. λίναμαι τρέπομαι Hes., λιάζομαι “weiche from,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”